επίσταθμος

επίσταθμος
-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) [σταθμός]
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής τής επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος τού συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσταθμος
επόπτης τής διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσταθμος — quartered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσταθμον — ἐπίσταθμος quartered masc/fem acc sg ἐπίσταθμος quartered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάθμους — ἐπίσταθμος quartered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάθμῳ — ἐπίσταθμος quartered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσταθμοι — ἐπίσταθμος quartered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Poseidippus of Cassandreia — For the epigrammatic poet, see Posidipus of Pella Poseidippus of Cassandreia or Posidippus (Greek: Ποσείδιππος ὁ Κασσανδρεύς) (316 BC – ca. 250 BC) son of Cyniscus, a Macedonian who lived in Athens, was a celebrated comic poet of the New Comedy.… …   Wikipedia

  • Эллинистический Египет — История Древнего Египта Додинастический период          00 · 0 …   Википедия

  • Египет Птолемеев — История Древнего Египта Додинастический период Династический период Раннее царство Древнее царство Первый переходный период Среднее царство Второй переходный период Новое царство Третий переходный период Позднее царство Персидский период… …   Википедия

  • επισταθμία — η (AM ἐπισταθμία Α και ἐπισταθμεία) [επίσταθμος] κατάλυμα νεοελλ. η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας αρχ. υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳԱԿՇԻՌ — ( ) NBH 1 0746 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c ա. ἱσοστάσιος, ἑπιστάθμος ejusdem ponderis, aequalis, aequus Հաւասարակշիռ. հանգիտակշիռ. համաչափ. համեմատ. հաւասար յո՛ր եւ է կարգի. հաւսար ծանրութեամբ, աղէկութեամբ. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”